- επιτιμητός
- ἐπιτιμητός, -ή, -όν (Α)πάπ. ο άξιος επίτιμηματος*, ποινής, τιμωρίας ή, κατ’ άλλη ερμηνεία, ο φιλοκατήγορος, ο επιτιμητής.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπιτιμητοῦ — ἐπιτῑμητοῦ , ἐπιτιμητής estimator masc gen sg ἐπιτιμητός liable to penalties masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)